Κατά τα έτη 1924-1925, με Πρωθυπουργό τον Ανδρέα Μιχαλακόπουλο (1875-1938) και Αρχηγό του Γενικού Επιτελείου Στρατού τον Αντιστράτηγο Αλέξανδρο Μαζαράκη–Αινιάν, αποφασίστηκε η μετάκληση νέας γαλλικής αποστολής για την οργάνωση και την επίβλεψη της εκπαίδευσης του Στρατού. Η παραπάνω αποστολή που αποτελούνταν από 22 Αξιωματικούς υπό τον Στρατηγό Girard, έφθασε στη χώρα μας τον Μάιο του 1925 και ανέλαβε, στο πλαίσιο της ευρύτερης αποστολής της, το έργο της οργάνωσης της νέας Σχολής.
Στις 29 Απριλίου 1925, πραγματοποιήθηκαν τα εγκαίνια της «Ακαδημίας Πολέμου», όπως αρχικά και για σύντομο χρονικό διάστημα ονομάσθηκε η Σχολή, η οποία εγκαταστάθηκε στο Αβερώφειο Μέγαρο της Σχολής Ευελπίδων. Στις 11 Σεπτεμβρίου 1925, εκδόθηκε το Νομοθετικό Διάταγμα (ΦΕΚ 247/Τεύχος Α’) για την ίδρυση της Σχολής με την επωνυμία «Σχολείο Πολέμου» ή «Σχολή Πολέμου», ονομασία που τελικά επικράτησε. Συγκεκριμένα, στο άρθρο 2 του Νομοθετικού Διατάγματος αναφέρεται:
«Συνιστάται εν Αθήναις Σχολείον Πολέμου σκοπούν να παράσχη εις τους αξιωματικούς ανωτέραν τακτικήν και επιτελικήν μόρφωσιν, υπαγόμενον εις το Γενικόν Επιτελείον του Στρατού».
Πρώτη περίοδος λειτουργίας (1925-1940)
Από την επόμενη των εγκαινίων (Απρίλιος 1925) άρχισε η εκπαίδευση της 1ης Εκπαιδευτικής Σειράς (ΕΣ), που αποτελούνταν από 37 Αξιωματικούς των Όπλων βαθμού Αντισυνταγματάρχη, Ταγματάρχη και Λοχαγού. Τον Οκτώβριο του ίδιου έτους κλήθηκε στη Σχολή και η 2η ΕΣ, η οποία αριθμούσε 53 σπουδαστές (50 των Όπλων, 2 των Σωμάτων του Στρατού Ξηράς και έναν της Αεροπορίας). H διάρκεια φοίτησης της 1ης ΕΣ ήταν 16 μήνες. Από τη 2η ΕΣ και για όλη την πρώτη περίοδο λειτουργίας της Σχολής, η διάρκεια φοίτησης ήταν 22 μήνες.
Το 1939 η Σχολή μεταστάθμευσε από την Αθήνα στη Θεσσαλονίκη. Αρχικά, εγκαταστάθηκε στο μέγαρο της ΧΑΝΘ, στη συνέχεια στις εγκαταστάσεις του Γ΄ Σώματος Στρατού και τελικά, στο στρατόπεδο «ΤΑΞΙΑΡΧΟΥ ΛΑΣΚΑΡΙΔΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ», στο οποίο λειτούργησε για το υπόλοιπο της πρώτης περιόδου, αλλά και για το μεγαλύτερο διάστημα της δεύτερης περιόδου λειτουργίας της.
Η Σχολή μέχρι το 1940 απέδωσε στο στράτευμα αποφοίτους 15 Εκπαιδευτικών Σειρών, δηλαδή, συνολικά 431 αξιωματικούς επιτελείς. Η φοίτηση των 28 Αξιωματικών της 16ης ΕΣ διακόπηκε τον Οκτώβριο του 1940, με την έναρξη του δεύτερου έτους σπουδών και ολοκληρώθηκε μεταπολεμικά.
Δεύτερη περίοδος λειτουργίας (1946-2003)
Στις 9 Μαΐου 1946, διατάχθηκε η εκ νέου συγκρότηση της Ανωτέρας Σχολής Πολέμου με την ονομασία «Σχολή Επιτελών», καθώς, πλέον, είχε επικρατήσει το βρετανικό πρότυπο εκπαίδευσης. Η Βρετανική Στρατιωτική Αποστολή που είχε εγκατασταθεί στην Ελλάδα από το 1945, συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό στην οργάνωση της Σχολής στα πρώτα χρόνια της μεταπολεμικής λειτουργίας της.
Η Σχολή επαναλειτούργησε στην Αθήνα, στο Αβερώφειο Μέγαρο της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων, με πρώτο μεταπολεμικό Διοικητή τον Υποστράτηγο Τσακαλώτο Θρασύβουλο. Στη Σχολή κλήθηκαν αρχικά όλοι οι απόφοιτοι της πρώτης περιόδου, προκειμένου να μετεκπαιδευτούν με βάση τις νέες επιτελικές και τακτικές αντιλήψεις που είχαν διαμορφωθεί κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στην πρώτη μεταπολεμική ΕΣ συμπεριλήφθηκαν και Αξιωματικοί της προπολεμικής 16ης ΕΣ που είχαν διακόψει τη φοίτησή τους, λόγω της κήρυξης του πολέμου. Η διάρκεια της φοίτησης της παραπάνω σειράς ήταν εξάμηνη.
Μέχρι τη λήξη του εμφυλίου πολέμου η φοίτηση στη Σχολή ήταν βραχεία, κατά βάση εξάμηνη. Στη συνέχεια, η διάρκειά της αυξήθηκε σε 15 μήνες για να διαμορφωθεί τελικά σε 10 μήνες.
Τον Αύγουστο του 1950, μετά την αποφοίτηση της 4ης ΕΣ, η Σχολή μεταστάθμευσε εκ νέου στις προπολεμικές εγκαταστάσεις της, στο μέγαρο του Στρατοπέδου «ΤΑΞΙΑΡΧΟΥ ΛΑΣΚΑΡΙΔΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ», στην περιοχή Φοίνικα Θεσσαλονίκης.
Στις 15 Σεπτεμβρίου 1953, με απόφαση του Ανώτατου Στρατιωτικού Συμβουλίου, η Σχολή επανέκτησε τον παλαιό της τίτλο: «Ανωτέρα Σχολή Πολέμου». Το 1983 χαρακτηρίσθηκε ως «Σχολή Ανώτατης Στρατιωτικής Εκπαίδευσης» (Νόμος 1394, ΦΕΚ 125/Τεύχος Α’ της 14 Σεπ 1983) και με τον Οργανισμό ΣΚ 5-51, που τέθηκε σε ισχύ το Δεκέμβριο του 1985, μετονομάσθηκε σε «Ανωτάτη Σχολή Πολέμου» (Π.Δ 545, ΦΕΚ 194/Τεύχος Α΄ της 18 Νοε 1985).