Μετά την Ελληνική Επανάσταση και από το 1833 έως το 1880, υπήρχε στο ΣΞ ξεχωριστό Σώμα Γενικών Επιτελών. Το Σώμα αυτό καταργήθηκε, όταν υιοθετήθηκε διεθνώς το μοντέλο των Πρωσικών ΕΔ σε θέματα επιτελικής οργάνωσης και εκπαίδευσης.
Η πρώτη οργανωμένη προσπάθεια επιτελικής εκπαίδευσης στις Ελληνικές ΕΔ, έγινε μετά το 1897 με την αποστολή στην Γερμανική Σχολή Πολέμου (1899-1902) τριών αξιωματικών του ΣΞ (Μεταξάς, Παπαβασιλείου, Στρατηγός) και σκοπό την επάνδρωση του επιτελείου του διαδόχου και Αρχιστρατήγου με κατάλληλα καταρτισμένους επιτελείς (ένα ολιγάριθμο Σώμα Γενικών Επιτελών).
Ακολούθως, στο πλαίσιο της αναδιοργάνωσης και του εκσυγχρονισμού των ΕΔ και μετά την ίδρυση των Γενικών Επιτελείων στα υπουργεία Στρατιωτικών και Ναυτικών, έγινε αντιληπτή η ανάγκη επιτελικής εκπαίδευσης σε μεγαλύτερο αριθμό αξιωματικών και αποφασίστηκε η ίδρυση Σχολών Πολέμου στην Ελλάδα. Οι πολεμικές εξελίξεις των Βαλκανικών Πολέμων, του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου (ΠΠ) και του μετώπου στη Μικρασία, ανέβαλαν την ίδρυση αυτών των Σχολών.
Η προσπάθεια ανασυγκρότησης και αναδιοργάνωσης του Στρατού και του Ναυτικού μετά τον Α’ ΠΠ και τη Μικρασιατική Καταστροφή, οδήγησε την Ελληνική κυβέρνηση στην ίδρυση της Ανωτάτης Σχολής Πολέμου (ΑΣΠ-1925) και της Ναυτικής Σχολής Πολέμου (ΝΣΠ-1921/1925). Σκοπός αυτών των ανώτερων στρατιωτικών εκπαιδευτηρίων ήταν η κατάρτιση ανωτέρων στελεχών του Στρατού και του Ναυτικού, τα οποία, μετά την αποφοίτησή τους, θα αναλάμβαναν διοικητικές και επιτελικές θέσεις.
Όπως εύστοχα είχε παρατηρήσει ο τότε Α/ΓΕΣ Στρατηγός Αλέξανδρος Μαζαράκης-Αινιάν : «η Σχολή Πολέμου δεν προώρισται να μορφώση αξιωματικούς του Επιτελείου, να τους δώση ορισμένους τύπους αμετάβλητους επί τη βάσει των οποίων να εκτελούν μηχανικώς τας ανατιθέμενας εις αυτούς εργασίας. Κύριος σκοπός της είναι να αποτελέση το κέντρον εις το οποίον δια της συζητήσεως των κυριωτέρων στρατηγικών και τακτικών προβλημάτων θα ανυψωθή το διανοητικόν επίπεδον, θα τονωθή η ατομική πρωτοβουλία, θα μάθουν οι μέλλοντες ηγήτορες και επιτελείς να αντιλαμβάνωνται και να λύουν ταχέως και λογικώς τα καθ’ εκάστην εν πολέμω περί αυτών παρουσιαζόμενα προβλήματα».
Οι Σχολές Πολέμου λειτούργησαν χωρίς ιδιαίτερες διαφοροποιήσεις έως τον Οκτώβριο του 1940, οπότε και διαλύθηκαν, λόγω της έναρξης του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η απελευθέρωση της Ελλάδας σηματοδότησε τη δεύτερη περίοδο λειτουργίας των δύο Σχολών, αλλά και την ίδρυση στις 9 Σεπτεμβρίου του 1957 της Σχολής Πολέμου Αεροπορίας (ΣΠΑ), ισότιμης με τις αντίστοιχες Σχολές του Στρατού και του Ναυτικού και με τον ίδιο βασικό στόχο.
Το 1999, το Ελληνικό Γενικό Επιτελείο, λαμβάνοντας υπόψη τις εμπειρίες της σύγχρονης μορφής πολέμου, όπως εφαρμόστηκε για παράδειγμα στον Πόλεμο του Κόλπου (1990-1991), ίδρυσε τη Διακλαδική Σχολή Επιτελών Άμυνας (ΔΣΕΑ), η οποία λειτούργησε τυπικά έως το 2003. Στη Σχολή φοίτησε μικρός αριθμός ανώτερων αξιωματικών των τριών Κλάδων, οι οποίοι είχαν, ήδη, αποφοιτήσει από τις αντίστοιχες οικείες Σχολές Πολέμου, που λειτουργούσαν παράλληλα και αποτελούσαν τα κύρια στρατιωτικά εκπαιδευτήρια.
Τελικά, το 2003, στο πλαίσιο της προσαρμογής του συστήματος εκπαίδευσης των ανωτέρων αξιωματικών στις νέες συνθήκες διεξαγωγής των στρατιωτικών επιχειρήσεων που επέβαλλαν τη διακλαδικότητα, η Ελληνική Κυβέρνηση αποφάσισε την αναδιοργάνωση του συστήματος διακλαδικής εκπαίδευσης των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και τη δημιουργία της Ανωτάτης Διακλαδικής Σχολής Πολέμου (ΑΔΙΣΠΟ). Η ΑΔΙΣΠΟ ιδρύθηκε την 1η Οκτ 2003 με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Άμυνας και με τον Νόμο υπ΄ αριθ. 3186 (ΦΕΚ230/Τεύχος Πρώτο) για την κάλυψη των αναγκών της κοινής σχεδίασης και εκπαίδευσης των στελεχών των Κλάδων.
Ως ημερομηνία έναρξης λειτουργίας της Σχολής καθορίσθηκε η 9η Σεπτεμβρίου 2003, ημερομηνία κατά την οποία εκλήθη να φοιτήσει η 1η Εκπαιδευτική Σειρά (ΕΣ). Στις 27 Οκτωβρίου 2003 πραγματοποιήθηκαν τα εγκαίνια της Σχολής με την παρουσία της Πολιτικής και Στρατιωτικής Ηγεσίας του ΥΕΘΑ.