Η ανέγερση του κτιρίου εκτιμάται ότι ξεκίνησε το 1911 επί Τουρκοκρατίας για να στεγάσει τη «Νέα Γεωργική Σχολή». Η απόδοση του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού του κτιρίου σε κάποιον γνωστό αρχιτέκτονα παραμένει αβέβαιη. Ωστόσο, η ομοιότητα του κτίσματος με αντίστοιχες αρχιτεκτονικές μορφές έργων του Ιταλού Vitaliano Poseli, συνηγορεί υπέρ της απόδοσης της αρχιτεκτονικής σχεδίασης του οικοδομήματος στον εν λόγω αρχιτέκτονα.
Το κτίριο είναι νεοκλασικού τύπου και αποτελεί αντιπροσωπευτικό δείγμα του αρχιτεκτονικού ρεύματος του «Ευρωπαϊκού Εκλεκτισμού» και της αρχιτεκτονικής των δημοσίων κτιρίων που κατασκευάσθηκαν στη Θεσσαλονίκη κατά την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα (Παπάφειο, Νοσοκομείο Άγιος Δημήτριος, Βίλα Αλλατίνη, Διοικητήριο Γ΄ Σώμα Στρατού). Έχει κάτοψη σχήματος «Ε» και αποτελείται από ημιυπόγειο, ισόγειο και έναν όροφο. Ο χώρος της κυρίας εισόδου βρίσκεται πάνω στον άξονα συμμετρίας του και είναι ιδιαίτερα τονισμένος με την ελαφρά προεξοχή όλου του κτιριακού τμήματος της όψης, τις ψευδοπαραστάδες στις γωνίες και το διαφορετικό ύψος από τα πλαϊνά τμήματά του.
Η κατασκευή του κτιρίου δεν ολοκληρώθηκε έως την αποχώρηση των Τούρκων από τη Θεσσαλονίκη το 1912. Μετά το 1912 περιήλθε στην κυριότητα του Δημοσίου και χρησιμοποιήθηκε για στρατώνες κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το έργο παρέμενε ημιτελές έως το 1927, οπότε και ολοκληρώθηκε και άρχισε να χρησιμοποιείται από τις στρατιωτικές αρχές. Κατά την 7η Ιανουαρίου του 1928 το κτίριο υπέστη σοβαρή καταστροφή από μεγάλη πυρκαγιά που εκδηλώθηκε από άγνωστη αιτία και κρίθηκε ακατάλληλο για χρήση. Το κόστος επισκευής του ανερχόταν στο μεγάλο, για την εποχή εκείνη, ποσό των 2.000.000 δρχ. Το έτος 1930 διατέθηκε η απαραίτητη πίστωση για την αποκατάσταση των ζημιών και το κτίριο επανήλθε στην αρχική του μορφή, ενώ το 1931 κατασκευάστηκαν νέα κτίρια στον χώρο του στρατοπέδου για τη στέγαση Βοηθητικών Υπηρεσιών του Στρατού. Κατά τα έτη 1934-1940, στεγάστηκαν στις εγκαταστάσεις του κτιρίου Σχολές του Στρατού Ξηράς (Σχολή Τεχνιτών, Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών Πυροβολικού και η Ανωτάτη Σχολή Πολέμου τα έτη 1939-1940).
Μετά την έναρξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου, το κτίριο αποτέλεσε χώρο περίθαλψης τραυματιών, ενώ μετά την είσοδο των Γερμανών στην Ελλάδα το 1941 χρησιμοποιήθηκε ως αποθήκη εφοδίων και υλικών του Γερμανικού στρατού. Μετά την απελευθέρωση της χώρας από τους Γερμανούς, στέγασε την Βρετανική Ινδική Ταξιαρχία και τμήματα του Ελληνικού Στρατού (Κέντρο Διερχομένων Θεσσαλονίκης – Αθήνας). Το έτος 1948 το κτίριο περιήλθε στην πλήρη κατοχή του Ελληνικού Στρατού, οπότε και ξεκίνησαν οι εργασίες συντήρησης και αποκατάστασης των ζημιών που είχαν προκληθεί κατά την διάρκεια του πολέμου, οι οποίες ολοκληρώθηκαν έως το 1950. Από το 1950 έως το 2003 στο κτίριο επαναστεγάστηκε η Ανωτάτη Σχολή Πολέμου.
Στις 7 Ιουνίου του 1988 το κτίριο χαρακτηρίστηκε ως «μνημείο τέχνης» από το Υπουργείο Πολιτισμού. Έκτοτε, οποιαδήποτε επέμβαση (επισκευή-συντήρηση-προσθήκη) στο κτίριο πραγματοποιείται με την έγκριση της 4ης Εφορείας Νεοτέρων Μνημείων Θεσσαλονίκης.
Από το 2003 στο κτίριο στεγάζεται πλέον και λειτουργεί η ΑΔΙΣΠΟ.